ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ

HOME PAGE

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

ΜΑΘΗΤΕΣ

ΔΑΣΚΑΛΟΙ

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΝΕΑ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΟΝΕΩΝ
 

ΝΕΡΟ-ΠΑΡΑΜΥΘΟΪΣΤΟΡΙΕΣ

Ο ΣΤΑΓΟΝΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΣΤΡΟΥΜΦΟΧΩΡΙΟ
(Από Δημήτρη Ζαχόπουλο)

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην Σταγονοπολιτεία ο πρίγκιπας Σταγονούλης.
Του άρεσε πολύ να ταξιδεύει σε άλλες πολιτείες.
Μία μέρα ρώτησε τον πατέρα του.
- Μπαμπά , μπορώ να ταξιδέψω σε άλλες πολιτείες;
- Όταν μεγαλώσεις , μπορείς , του απάντησε ο πατέρας του , ο βασιλιάς Σταγονάρας.
- Μα εγώ θέλω τώρα να ταξιδέψω , είπε ο Σταγονούλης.
- Δε σ` αφήνω να πας , του απάντησε ο μπαμπάς του.
- Καλά , είπε ο Σταγονούλης.
Την άλλη μέρα ο Σταγονούλης έφυγε κρυφά από το βασίλειο και έκανε το πρώτο
βήμα του έξω από αυτό.
Πρώτα πήγε στη Σκουπιδοπολιτεία. Εκεί ήταν βρώμικα και γεμάτο σκουπίδια.
Ο Σταγονούλης είπε:
-Πουφ!Τι βρωμιά είναι εδώ πέρα!Δεν αντέχω απ' τη βρώμα. Θα φύγω από 'δω.
-Γιατί βρωμάει η πολιτεία μας;Καθαρή είναι,είπε ένας περαστικός.
-Ναι σιγά!Η καθαρότερη!Εγώ θα την έβαζα στις βρωμερότερες του κόσμου,
είπε ο Σταγονούλης.
Ο Σταγονούλης συνέχισε το ταξίδι του.
Πέρασε δάση , λιβάδια , βουνά , λόγκους ώσπου έφτασε στην Φασφουντοπολιτεία.
Εκεί ζούσαν σουβλάκια , μπιφτέκια , πατάτες τηγανιτές και γύρος σε πίτα.
Εν το μεταξύ ο πατέρας του και η μητέρα του , η βασίλισσα Σταγόνα ανησύχησαν
επειδή δεν τον είδαν εδώ και τρεις μέρες.
Συλλογίζονταν.
-Πού στο καλό να πήγε Σταγόνα , ρώτησε ο πατέρας του Σταγονούλη.
-Πού θες να ξέρω , του απάντησε η μητέρα του Σταγονούλη.
-Όχι , απλά πες μου μία ιδέα σου , είπε ο βασιλιάς.
-Δεν ξέρω ! Αχά ! Ξέρω που πρέπει να πήγε ο γιος μας , είπε με σιγουριά η βασίλισσα.
-Που , ρώτησε ο βασιλιάς.
-Θυμάσαι τότε που σε ρώτησε , αν τον άφηνες να ταξιδέψει , ρώτησε η βασίλισσα.
-Ναι ! είπε ο βασιλιάς.
-Άρα θα ταξίδεψε , απάντησε η βασίλίσσα.
-Τον κουφιοκέφαλο , είπε ο βασιλιάς.
Ο Σταγονούλης στην Φασφουντοπολιτεία είπε.
-Ουάου ! Τι πολλά φασφουντάδικα ! Άνθρωποι σουβλάκια , μπιφτέκια , πατάτες
τηγανητές , γύρος σε πίτα !
-Ποιος είσαι εσύ , ρώτησε μια πατάτα τηγανιτή.
-Ο Σταγονούλης , είπε ο Σταγονούλης. Εσύ ποιος είσαι , τον ρώτησε.
-Ο Πατατής , του απάντησε.
-Γεια σου Πατατή ! Θες να γίνουμε φίλοι , ρώτησε ο Σταγονούλης.
-Ναι , είπε ο Πατατής.
-Ωραία ! Εγώ τώρα θα φύγω από την Φασφουντοπολιτεία αλλά θα μείνουμε φίλοι.
Εντάξει ; είπε ο Σταγονούλης.
-Εντάξει φίλε μου , είπε ο Πατατής.
Την άλλη μέρα ο Σταγονούλης έφτασε σε ένα παράξενο χωριό με μικρά μπλε
πλασματάκια , που τα έλεγαν Στρουμφάκια.
Ένα απ` αυτά τον πλησίασε και του είπε.
-Ποιος είσαι εσύ ;
-Ο Σταγονούλης. Εσύ , είπε ο Σταγονούλης.
-Εγώ ; Είμαι ο Σπιρτούλης , είπε το Στρουμφάκι.
-Πού είμαι; ρώτησε ο Σταγονούλης.
-Τι ; Δεν ξέρεις που είσαι ; Στο Στρουμφοχωριό , είπε ο Σπιρτούλης.
-Παιδιά , θέλετε να γίνουμε φίλοι , ρώτησε ο Σταγονούλης τα Στρουμφάκια.
-Ναι ! ακούστηκαν όλα τα Στρουμφάκια μαζί.
Έπαιζαν τώρα πια όλοι μαζί. Όσο για τον μπαμπά και την μαμά του Σταγονούλη
γέννησαν άλλο παιδί.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο ΒΡΟΧΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΣΤΡΟΥΜΦΟΧΩΡΙΟ

(Από τη Μαρία Κεχαγιά)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια βροχοσταλίδα που την έλεγαν Βροχούλη. Ήθελε να ταξιδέψει σε μόνο ένα μέρος.Αυτό το μέρος ήταν το στρουμφοχωριό.Ήθελε να πάει εκεί για να γνωρίσει όλα τα στρουμφάκια, να γίνουν φίλοι του και να μάθει πώς φτιάχνει τα μαγικά φίλτρα ο Μπαρμπα -Στρουμφ.Επίσης ενδιαφερόταν να μάθει πώς χτίστηκαν τα σπίτια του στρουμφοχωριού.

Ο Βροχούλης όταν θύμωνε έριχνε μια πολύ δυνατή βροχή κι έτσι σχηματίστηκε ένα ποτάμι. Το ποτάμι ονομάστηκε Όνειρο γιατί ήταν πολύ καθαρό. Όμως μια μέρα έτυχε να περνάει από εκεί ο κακός ο λύκος. Επειδή είδε το ποτάμι τόσο καθαρό θέλησε να το βρωμίσει. Γι αυτό άρχισε να πετάει σκουπίδια μέσα στο ποτάμι και το Όνειρο δεν λεγόταν έτσι πια γιατί ήταν βρώμικο.Έτσι ονομάστηκε Βρωμούλης.

Όμως τα στρουμφάκια δεν άφησαν να κοροϊδεύουν οι άνθρωποι τον φίλο τους και είπαν:

-Ας δράσουμε. Δεν θα αφήσουμε βρώμικο τον φίλο μας.

-Ας τον καθαρίσουμε λοιπόν!

-Τι περιμένουμε;

Ο Βρωμούλης λεγόταν ξανά Ονειρούλης κι έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΣΑΜ

(Από τον Βασίλη Μιχολίτση)

Ο Σαμ ήταν ένα χελωνάκι Καρέτα -Καρέτα που ζούσε μαζί με το χελωνοκοπάδι του. Όταν μεγάλωσε ήθελε να δει τον κόσμο. Τότε ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι.

Κολυλπούσε , κολυμπούσε ώσπου έφτασε σε μια χώρα , την Φρουτοπία.Εκεί υπήρχαν παντού φρούτα.Ήταν τέλεια.Είχε τέλειο φαγητό και έτσι έμεινε εκεί όλο το βράδυ.

Όταν ξημέρωσε άρχισε ξανά το ταξίδι  του , μέχρι που έφτασε σε μια Ονειρούπολη. Εκεί ήταν η πόλη των ονείρων.Σαν κοιμήθηκε, τα όνειρα έρχονταν στο κεφάλι του και ήταν πολύ χαριτωμένα.

Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε, αποχαιρέτησε τα όνειρα και προχώρησε το ταξίδι του.

Κολυμπώντας, βγήκε σε μια πανέμορφη πόλη που ονομαζόταν παιχνιδούπολη.Εκεί υπήρχαν χιλιάδες παιχνίδια, πλειμομπίλ, στρατιωτάκια, κούκλες, ζωάκια, μπάλες και πολλά άλλα παιχνίδια.Εκεί έμεινε πολύ καιρό και όλη την ημέρα έπαιζε.

Μια μέρα αποφάσισε να φύγει ξανά για να γνωρίσει και τον άλλο κόσμο. Προχωρούσε- προχωρούσε και συνάντησε ένα χωριό που το έλεγαν Στρουμφοχωριό. Εκεί είχε ένα δάσος που στο οποίο υπήρχε ένας κακός μάγος ο Δρακουμέλ-έτσι του είπαν τα στρουμφάκια που ζούσαν εκεί-.

Ο Δρακουμελ με ένα μαγικό κάλεσε από την Παραμυθούπολη μεγάλα τέρατα που τα έκανε να τον υπηρετούν. Μια μέρα τα είπε να κλέψουν τα στρουμφάκια. Όμως η χελώνα με ένα σχέδιό της τα βοήθησε να ξεφύγουν από τα τέρατα.

Τα στρουμφάκια τον παρακάλεσαν να μείνει εκεί για πάντα. Το χελωνάκι δεν τους χάλασε το χατίρι και έμεινε.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...

Ο ΚΑΘΑΡΟΥΛΗΣ ΓΙΝΕΤΑΙ... ΒΡΩΜΙΚΟΥΛΗΣ

(Από τη Σμαράγδα Αγραφιώτη)

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό ήταν ένα ποτάμι που το έλεγαν Καθαρούλη. Ο Καθαρούλης ήταν ένα πολύ καθαρό ποτάμι που όλοι το πρόσεχαν με το παραπάνω.Τότε ήρθε ένας βασιλιάς να μείνει στο χωριό. Όμως αυτός, δεν πρόσεχε καθόλου το ποτάμι και όλο του έριχνε σκουπίδια. Αποτέλεσμα; Ο Καθαρούλης να γίνεται σιγά - σιγά βρωμικούλης και να στενοχωριέται.

Οι φίλοι του τα δέντρα, τον ρώτησαν γιατί είναι στενοχωρημένος.

- Μα πώς να μην είμαι στενοχωρημένος; Τώρα μαζί με τον βασιλιά μου ρίχνουν σκουπίδια και οι άνθρωποι που μέχρι ώρα με αγαπούσαν και με πρόσεχαν.Είπε ο Καθαρούλης.

Ο βασιλιάς είχε δυο κόρες, την Ζαφειρένια και την Χρυσαφένια. Κάλεσε την πριγκίπισσα Ζαφειρένια -που δεν έμενε μαζί τους- για τις καλοκαιρινές διακοπές.

Όταν ήρθε η πριγκίπισσα, που της άρεσε πάρα πολύ η φύση, θέλησε να κάνει μια βόλτα στο ποτάμι. Όμως, όταν το είδε τόσο βρώμικο, θύμωσε και αμέσως πήγε να κάνει παράπονα στο βασιλιά. Δεν ήξερε ότι η οικογένειά της ήταν υπεύθυνη γι αυτό.

Όταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα της είπαν τι είχε συμβεί, στενοχωρήθηκε. Τους μίλησε και κατάλαβαν το λάθος τους.Τότε και αυτοί με τη σειρά τους μίλησαν στους κατοίκους του χωριού. Έτσι όλοι κατάλαβαν το λάθος που είχαν κάνει.Μάλιστα καθάρισαν το ποτάμι που έλαμπε πια από καθαριότητα.

Οι κάτοικοι του χωριού και η βασιλική οικογένεια έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΑΣΧΗΜΟΥΛΗ

(ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΛΙΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποτάμι που το έλεγαν Ασχημούλη.Τον έλεγαν έτσι
επειδή είχε πολλά σκουπίδια.
Περνούσε από τόπο σε τόπο και συνέχεια κατάστρεφε τη βλάστηση και επίσης τη ζωή
των δέντρων. Πολύ άνθρωποι το απέφευγαν επειδή ήταν βρόμικο. Ο Ασχημούλης ήταν
πολύ στενοχωρημένος.
Ξαφνικά πέρασε από πάνω του ένα αηδόνι.
Και του ρώτησε:
- Γιατί κλαίς;
-Επειδή είμαι βρόμικος
-Και επειδή είσαι πολύ βρόμικος πρέπει να κλαις;
-Ναι γιατί όταν κατεβαίνω στη θάλασσα , πάω και τα σκουπίδια.
Το αηδόνι του είπε:
-Οι άνθρωποι δεν βλέπουν τα σκουπίδια να τα καθαρίσουν;
-Τα βλέπουν είπε ο ασχημούλης.
-Τότε αυτοί βρομίζουν το περιβάλλον είπε το αηδόνι.
Ξαφνικά είδε πολλές βάρκες μέσα στο νερό και επάνω πολλούς ανθρώπους.
Άρχισαν να μαζεύουν τα σκουπίδια από το νερό και να καθαρίζουν τον Ασχημούλη.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Ασχημούλης ήταν τόσο χαρούμενος.
Πέρασαν πολλά χρόνια και ο Ασχημούλης ονομάστηκε Ομορφούλης.
Ζούσε πολύ ευτυχισμένος.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΡΥΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ

(Από την Ελισσάβετ Καράβα)

Κυλούσε το ρυάκι

κυλούσε ψες αργά

και ξάφνου ένα συννεφάκι

πετάει δυο μωρά.

---

Το ένα πήρε το ρυάκι,

το άλλο η στεριά

και το συννεφάκι

τα μούτρα έχει μακρυά.

---

Του λέει το ρυάκι

γιατί κλαις μωρέ;

ω σαν το συννεφάκι

απλώνει μια φωνή.

---

Κανείς δεν με κοιτά

κανείς δεν μου μιλά

ωσάν να μην υπάρχω

ούτε και στη στεριά.

---

Τώρα θα δεις καλέ μου φίλε

τι κάνω εγώ σ αυτά

τα παίρνω στο κρανίο

και βγάζω ουρλιαχτά.

---

Ακούστηκε η φωνή του

ακούστηκε πολύ

φοβήθηκαν οι πάντες

με τη βραχνή φωνή.

---

Άρχισαν όλοι τότε

παρέα να μου κάνουν

γιατί αλλιώς ήξεραν

τι πρόκειται να πάθουν...

Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΓΟΝΟΥΛΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΙΜΝΟΥΛΗ

(Από τον Βασίλη Γκατζιούρα)

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΣΤΑΓΟΝΑΣ

(Από τη Μαρίνα Καπέλλα)

Η ΘΑΛΑΣΣΟΧΩΡΑ

(Από τον Αλέξανδρο Καραδήμο)